- επίπλαση
- η (Α ἐπίπλασις)1. ιατρ. τοποθέτηση επιπλάσματος, εμπλάστρου2. το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ. με πλαστική ύλη, το στοκάρισμααρχ.μτφ. σύνθεση φανταστικής, πλαστής διηγήσεως («δι’ ἐπιπλάσεως τῶν διηγημάτων κατασιγάζουσιν αἱ μητέρες τὰ παιδία», Μ. Βασ.).
Dictionary of Greek. 2013.