επίπλαση

επίπλαση
η (Α ἐπίπλασις)
1. ιατρ. τοποθέτηση επιπλάσματος, εμπλάστρου
2. το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ. με πλαστική ύλη, το στοκάρισμα
αρχ.
μτφ. σύνθεση φανταστικής, πλαστής διηγήσεως («δι’ ἐπιπλάσεως τῶν διηγημάτων κατασιγάζουσιν αἱ μητέρες τὰ παιδία», Μ. Βασ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπιπλάσῃ — ἐπιπλάσηι , ἐπίπλασις application fem dat sg (epic) ἐπιπλάσσω spread aor subj mid 2nd sg ἐπιπλάσσω spread aor subj act 3rd sg ἐπιπλάσσω spread fut ind mid 2nd sg ἐπιπλάζομαι wander about aor subj mp 2nd sg ἐπιπλάζομαι wander about fut ind mp 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”